- αἰολόβουλος
- αἰολόβουλοςwilymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιολόβουλος — αἰολόβουλος ( ον) (Α) πανούργος, δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + βουλος < βουλή «θέληση, απόφαση, σχέδιο, σκοπός»] … Dictionary of Greek
αἰολόβουλον — αἰολόβουλος wily masc/fem acc sg αἰολόβουλος wily neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολόβουλα — αἰολόβουλος wily neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολόβουλε — αἰολόβουλος wily masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολόβουλοι — αἰολόβουλος wily masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek